0 %

Ο Άγγελος

ή περί των δύο υποστάσεων του Κακού στην τέχνη

 

Εισαγωγικό Σημείωμα

Η ιστορία που φέρει τον τίτλο o άγγελος αποτελεί προοίμιο σε μια Οντολογία του Κακού [Ανατομία του Σκότους], σύμφωνα με την οποία το Κακό χωρίζεται σε δύο υποστάσεις, τη Γοητεία και τη Φρίκη. Από την κοινή εμπειρία άλλωστε γνωρίζουμε ότι το Κακό άλλοτε μαγνητίζει τον άνθρωπο και άλλοτε τον απωθεί. Το Κακό, γενικότερα, έχει δύο τρόπους να γίνεται αντιληπτό από τον άνθρωπο, και οι τρόποι αυτοί διαφέρουν όσο η θέα ενός όμορφου γοτθικού ναού, στολισμένου με τερατώδη γλυπτά, από τη θέα του αργού και βασανιστικού θανάτου ενός προσώπου που αγαπάμε. Το γεγονός ότι κάποιος αναγνώστης ίσως σκεφτεί πως ακόμη και μπροστά σ’ ένα τέτοιο θέαμα ενδεχομένως να αισθανόμαστε μια κρυφή ηδονή, ίσως να καταδεικνύει το πόσο καλά είναι πλεγμένες μεταξύ τους οι δύο αυτές ενέργειες και πόσο δύσκολο είναι να αυτονομηθούν.
Ωστόσο φαίνονται να αυτονομούνται στο διήγημα ο άγγελος· οι δύο υποστάσεις του Κακού κάνουν την εμφάνισή τους μέσα από την ιστορία που διηγείται ο δημοσιογράφος και εκδότης κ. Παπαδημητρίου σε δύο φίλους του.
Πριν από αρκετά χρόνια, όταν ήταν ακόμη νέος, είχε εξαιρετικά ευάλωτη στις επιρροές των άλλων προσωπικότητα. Μετά από πολλές μετακινήσεις σε διάφορες σχολές, εξ αιτίας των συμβουλών διαφόρων φίλων του, κατέληξε σε μια σχολή ζωγραφικής. Εκεί γνωρίστηκε με ένα κύκλο φερέλπιδων καλλιτεχνών που είχαν ως βασική αισθητική αντίληψη το κάλλος της φρίκης. Έπειτα τον προσκάλεσαν σε μια ομιλία τους που αφορούσε την «ομορφιά της Φρίκης στην Τέχνη», την οποία υπέγραφε μια νεαρή καλλιτέχνις, η Ελένη.
Η ομιλία της αποτελεί μια σύντομη ιστορία του κάλλους της φρίκης στην τέχνη, διανθισμένη με εικονογραφίες· παρελαύνουν οι στίχοι του Ομήρου, που περιγράφουν με γλαφυρό τρόπο τα αιμορροούντα σώματα των πολεμιστών που σφάζονται έξω από την Τροία, η εκστατική περιγραφή του Κάτω Κόσμου από τον Ησίοδο, το γδάρσιμο του σατύρου Μαρσύα στους πίνακες του Ριμπέρα και του Τισιανού, μερικοί εξαίρετοι πίνακες του Καραβάτζιο, εκ των οποίων ένας απεικονίζει την Ιουδήθ να αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη κι ένας άλλος τη Σαλώμη να κρατά το κομμένο κεφάλι του Βαπτιστή, τα Gargoyles των Καθεδρικών ναών, οι Κολάσεις του Ιερωνύμου Μπος, ο Ε. Α. Πόου, ο Στόουκερ, ο Μποντλαίρ κ.ο.κ. «Αναμφίβολα τα έργα που αναφέραμε είναι αποκρουστικά και μακάβρια, όμως εκείνο που εντέλει μετράει στην τέχνη είναι η ψυχική απόλαυση που μας προσφέρει», καταλήγει.
Ο ευεπηρέαστος νέος, αφού άκουσε την ομιλία και σαγηνεύτηκε, αποφάσισε να αφιερωθεί ως μαθητευόμενος ζωγράφος στο κάλλος της φρίκης.
Οι μήνες περνούσαν και τελικά μεταξύ του αφηγητή και της Ελένης αναπτύχθηκε ένα ειδύλλιο που κατέληξε σε αρραβώνα. Στο μεταξύ, ο πατέρας της Ελένης αρρώστησε από καρκίνο και πέθανε. Τελικά, μετά από την εμφάνιση ενός «αγγελιαφόρου των θεών», ο νέος πείστηκε ότι έπρεπε να φανερώσει στην αρραβωνιαστικιά του το πραγματικό πρόσωπο της φρίκης. Έτσι ένα βράδυ πηγαίνει στο νεκροταφείο και ξεθάβει το σώμα του πατέρα της. Τα υπόλοιπα πιστεύω πως ο αναγνώστης δεν είναι δύσκολο να τα φανταστεί. Οι δύο ουσίες του Κακού, τόσο καλά πλεγμένες μεταξύ τους, στο τέλος μοιάζουν να διακρίνονται ξεκάθαρα.
Περισσότερα όμως στο άρθρο που ακολουθεί.